ἄκραις

ἄκραις
ἄκρα
highest
fem dat pl
ἄκρος
at the farthest point
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυδροκτυπώ — μυδροκτυπῶ, έω (Α) [μυδροκτύπος] (για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • στηρικτός — ή, όν, Α [στηρίζω] 1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.) 2. στηρικτικός …   Dictionary of Greek

  • φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”